λιθοκοπία

λιθοκοπία
λιθοκοπίᾱ , λιθοκοπία
fem nom/voc/acc dual
λιθοκοπίᾱ , λιθοκοπία
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λιθοκοπία — η (Α λιθοκοπία) [λιθοκόπος] η κοπή λίθων, το σπάσιμο πέτρας σε χαλίκια αρχ. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ ἐκ λίθων βολή» …   Dictionary of Greek

  • λιθοκοπικός — λιθοκοπικός, ή, όν (Α) [λιθοκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιθοκοπία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”